Όταν η Ανάγκη για Σύνδεση Γίνεται Δεσμά
"Όταν αγαπάμε κάποιον, μέχρι πού πρέπει να φτάνει η αφοσίωσή μας; Υπάρχει όριο ανάμεσα στην αγάπη και την αυτοθυσία;"
Η συνεξάρτηση είναι ένα μοτίβο σχέσεων όπου το ένα άτομο χάνει τον εαυτό του προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες του άλλου. Συχνά, ξεκινά από την παιδική ηλικία και εξελίσσεται σε σχέσεις γεμάτες φόβο, ενοχές και ανάγκη αποδοχής. Πώς μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη συνεξάρτηση και να απελευθερωθούμε από αυτή;
Η έννοια της συνεξάρτησης
Ο όρος «συνεξάρτηση» (codependency) θεσμοθετήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του αλκοολισμού και των εθισμών. Εμφανίστηκε στις δεκαετίες του 1940-1950 μέσα από τις παρατηρήσεις θεραπευτών που εργάζονταν με τις οικογένειες ατόμων με εθισμούς, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των ομάδων Al-Anon (ομάδες υποστήριξης συγγενών αλκοολικών).
Στη δεκαετία του 1980, ο όρος διευρύνθηκε πέρα από τον εθισμό και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μοτίβα δυσλειτουργικών σχέσεων, όπου ένα άτομο θυσιάζει τις δικές του ανάγκες για να καλύψει τις ανάγκες ενός άλλου. Κλινικοί όπως η Melody Beattie (συγγραφέας του βιβλίου Codependent No More) βοήθησαν στην καθιέρωσή του στον χώρο της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας.
Πώς εκδηλώνεται στις σχέσεις
Σήμερα, η συνεξάρτηση αναγνωρίζεται ως ένα ψυχοδυναμικό φαινόμενο που αφορά όχι μόνο τις σχέσεις με εξαρτημένα άτομα, αλλά και κάθε σχέση όπου υπάρχει ανισορροπία και συναισθηματική εξάρτηση. Αναφέρεται σε έναν τύπο σχέσης όπου το ένα άτομο εξαρτάται συναισθηματικά από την αποδοχή, την προσοχή ή την αναγνώριση του άλλου. Συνήθως, το συνεξαρτώμενο άτομο παραμελεί τις δικές του ανάγκες, θέτει τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του σε δεύτερη μοίρα και αναλαμβάνει έναν ρόλο «φροντιστή» ή «σωτήρα», προσπαθώντας να διατηρήσει τη σχέση πάση θυσία (Cermak, 1986).
Η συνεξάρτηση παρατηρείται συχνά σε σχέσεις όπου υπάρχει ανισορροπία, όπως σε άτομα που έχουν εθισμούς, ναρκισσιστικές τάσεις ή συναισθηματική αστάθεια (Beattie, 1987). Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί και σε φαινομενικά υγιείς σχέσεις, όπου το ένα άτομο αισθάνεται ότι η ευτυχία του εξαρτάται πλήρως από τον άλλον.
Βασικά Χαρακτηριστικά της Συνεξάρτησης
· Χαμηλή αυτοεκτίμηση: Το άτομο βασίζει την αίσθηση της προσωπικής του αξίας αποκλειστικά στην αποδοχή και την επιβεβαίωση από τους άλλους, συχνά αμφισβητώντας τις ικανότητές του και νιώθοντας ανεπαρκές χωρίς εξωτερική επιβεβαίωση (Knudson & Terrell, 2012).
· Δυσκολία στη θέσπιση ορίων: Το συνεξαρτώμενο άτομο αδυνατεί να πει «όχι», ακόμα και σε καταστάσεις που το βλάπτουν, καθώς φοβάται τη σύγκρουση ή την απόρριψη. Συχνά αισθάνεται υπεύθυνο για τα συναισθήματα και τις πράξεις των άλλων, δημιουργώντας ένα δυσλειτουργικό μοτίβο υπερ-ευθύνης (Cermak, 1986).
· Έντονη ανάγκη ελέγχου: Προσπαθεί να «διορθώσει», να «σώσει» ή να «προστατεύσει» τον άλλον, αναλαμβάνοντας ρόλους που δεν του αναλογούν. Η ανάγκη αυτή μπορεί να εκδηλωθεί ως υπερπροστατευτικότητα, χειραγώγηση ή υπερβολική ανάληψη ευθυνών στη σχέση (Friel & Friel, 2010).
· Φόβος εγκατάλειψης: Ζει με τη διαρκή ανησυχία ότι αν δεν είναι συνεχώς διαθέσιμο και υποστηρικτικό, ο άλλος θα απομακρυνθεί ή θα το εγκαταλείψει. Ο φόβος αυτός συχνά οδηγεί το άτομο να ανέχεται ανθυγιεινές συμπεριφορές, αντί να θέτει όρια (Hughes-Hammer, Martsolf, & Zeller, 1998).
· Παραμέληση προσωπικών αναγκών: Το άτομο αγνοεί τις δικές του επιθυμίες, ανάγκες και συναισθήματα, θυσιάζοντας τη συναισθηματική και ψυχική του ευεξία προκειμένου να ικανοποιήσει τους άλλους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική εξουθένωση, άγχος και κατάθλιψη (Dear, Roberts, & Lange, 2005).
Από πού Προέρχεται η Συνεξάρτηση;
Παιδικά βιώματα και οικογενειακή δυναμική
Η συνεξάρτηση συχνά έχει τις ρίζες της στις πρώιμες εμπειρίες του ατόμου και στη δυναμική της οικογένειας στην οποία μεγάλωσε. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα με συναισθηματική αστάθεια, υπερπροστατευτικούς ή συναισθηματικά απόμακρους γονείς, ή ακόμα και σε οικογένειες όπου κυριαρχεί ο εθισμός ή η δυσλειτουργία, μαθαίνουν ότι η αξία τους εξαρτάται από το πόσο καλά ικανοποιούν τις ανάγκες των άλλων (Bowlby, 1988).
Οικογενειακά πλαίσια όπου οι συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού μπορεί να αγνοούνται ή να υποτιμώνται, οδηγώντας το σε έναν ρόλο «φροντιστή» ή «σωτήρα» από μικρή ηλικία, δημιουργούν ένα μοτίβο το οποίο συχνά παγιώνεται και μεταφέρεται στην ενήλικη ζωή, κάνοντας το άτομο να αναζητά σχέσεις στις οποίες αισθάνεται χρήσιμο ή απαραίτητο εις βάρος της δικής του συναισθηματικής ευεξίας (Cermak, 1986).
Επιπλέον, θεωρίες του δεσμού (attachment theory) υποστηρίζουν ότι η συνεξάρτηση μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός ανασφαλούς δεσμού με τους γονείς στην παιδική ηλικία, όπου το παιδί δεν ένιωσε σταθερή αγάπη και αποδοχή, οδηγώντας το να αναπτύξει έντονο φόβο απόρριψης και ανάγκη για εξωτερική επιβεβαίωση (Bowlby, 1988; Mikulincer & Shaver, 2016).
Tραύμα και Δυσμενείς Παιδικές Εμπειρίες (ACEs):
Τα άτομα που έχουν βιώσει τραύμα ή δυσμενείς παιδικές εμπειρίες όπως η κακοποίηση ή η παραμέληση, συχνά αναπτύσσουν μια έντονη ανάγκη για αποδοχή και αναγνώριση, καθώς έχουν μάθει από μικρή ηλικία ότι η αγάπη και η προσοχή είναι συνθήκες που πρέπει να «κερδίζονται». Αυτή η πεποίθηση τα οδηγεί στην ενήλικη ζωή να αναζητούν σχέσεις όπου αισθάνονται απαραίτητα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει την αυτοθυσία τους. Έτσι, το τραύμα γίνεται ένας αόρατος δεσμός που παγιώνει τη συνεξαρτώμενη συμπεριφορά (Ali et al., 2025).